Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Λόγος περί ἀγάπης· Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου (Μέρος Α΄)

Η αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής»

1. Λένε για τον μακάριο Αντώνιο ότι ποτέ του δε σκέφθηκε να κάνει κάτι πού να ωφελεί τον εαυτό του πιότερο από τον πλησίον του κι αυτό, γιατί πίστευε πώς το κέρδος του πλησίον του είναι γι' αυτόν άριστη εργασία.

2. Και πάλι είπαν για τον αββά Αγάθωνα, ότι έλεγε πώς «ήθελα να βρω ένα λεπρό και να λάβω το σώμα του και να του δώσω το δικό μου». Είδες τέλεια αγάπη; Και πάλι, αν είχε κάποιο πράγμα χρήσιμο, δεν άντεχε να μην αναπαύσει μ' αυτό τον πλησίον του. Είχε κάποτε μια σμίλη για να κόβει τις πέτρες. Ήρθε λοιπόν ένας αδελφός κοντά του και, επειδή την είδε και τη θέλησε, δεν τον άφησε να βγει από το κελί του χωρίς αυτή.

3. Πολλοί ερημίτες παρέδωσαν τα σώματα τους στα θηρία και στο ξίφος και στη φωτιά, για να ωφελήσουν τον πλησίον.

4. Κανείς δεν μπορεί να φτάσει σ' αυτά τα μέτρα της αγάπης, αν δε ζήσει κρυφά, μέσα του, την ελπίδα του Θεού. Και δεν μπορούν να αγαπήσουν αληθινά τους ανθρώπους όσοι δίνουν την καρδιά τους σ' αυτό τον εφήμερο κόσμο. Όταν ένας άνθρωπος αποκτήσει την αληθινή αγάπη, τον ίδιο το Θεό ντύνεται μαζί με αυτήν. Είναι ανάγκη λοιπόν αυτός πού απέκτησε το Θεό να πεισθεί ότι δεν μπορεί ν' αποκτήσει, μαζί με το Θεό, τίποτε πού να μην είναι αναγκαίο, αλλά να αποδυθεί και το ίδιο το σώμα του, δηλ. και αυτές τις μη αναγκαίες σωματικές αναπαύσεις. Ένας άνθρωπος, πού είναι ντυμένος, στο σώμα και στην ψυχή, με την κοσμική ματαιοδοξία και πού ποθεί να απολαύσει τα αγαθά του κόσμου, δεν μπορεί να φορέσει το Θεό -να γίνει θεοφόρος- μέχρι να τα αφήσει. Γιατί ό ίδιος ό Κύριος είπε ότι «οποίος δεν εγκαταλείψει όλα τα κοσμικά και δε μισήσει την κοσμική ζωή του, δεν μπορεί να γίνει μαθητής μου» (Λουκ. 14, 26). Όχι μόνο να τα αφήσει, αλλά και να τα μισήσει. "Αν λοιπόν δεν μπορεί να γίνει μαθητής του, πώς ό Κύριος θα κατοικήσει μέσα του; Δε θα αμελήσω να αναφέρω τι έκαμε ό άγιος Μακάριος ό Μεγάλος, για να ελέγξει εκείνους πού καταφρονούν τους αδελφούς τους. Βγήκε λοιπόν κάποτε να επισκεφθεί έναν άρρωστο αδελφό και ρώτησε τον άρρωστο αν ήθελε τίποτε. Εκείνος αποκρίθηκε πώς θα 'θελε λίγο φρέσκο ψωμί. Και επειδή όλοι οι μοναχοί εκείνο τον καιρό όλη τη χρονιά συνήθιζαν και έφτιαχναν το ψωμί παξιμάδια, σηκώθηκε αμέσως εκείνος ό αξιομακάριστος άνθρωπος και, μ' όλα τα ενενήντα του χρόνια, βάδισε από τη σκήτη του στην Αλεξάνδρεια και αντάλλαξε τα ξερά ψωμιά, πού πήρε από το κελί του με φρέσκα και τα πήγε στον αδελφό.
Αλλά και ό αββάς Αγαθών, που ήταν σαν αυτόν το Μεγάλο Μακάριο πού ανέφερα, έκαμε κάτι ακόμη πιο σπουδαίο. Αυτός ό αββάς ήταν ό πιο έμπειρος στα πνευματικά από όλους τους μοναχούς του καιρού του και τιμούσε τη σιωπή και την ησυχία περισσότερο απ' όλους. Αυτός λοιπόν ό θαυμαστός άνθρωπος, όταν είχε πανηγύρι στην πόλη, πήγε να πουλήσει το εργόχειρο του οπότε βρήκε στην αγορά έναν ξένο άρρωστο και παραπεταμένο σε μιαν άκρη. Τι έκανε τότε; Νοίκιασε ένα σπιτάκι και έμενε κοντά του ασκώντας χειρωνακτική εργασία. Ό,τι έβγαζε το ξόδευε για τον άρρωστο και τον υπηρετούσε συνέχεια έξι μήνες, μέχρι πού ό άρρωστος έγινε καλά.

5. Ό λόγος του Κυρίου ό αληθινός και αψευδής μας λέει ότι δεν μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μέσα του τον πόθο των κοσμικών πραγμάτων και μαζί, την αγάπη τον Θεού (Ματθ. 6, 24).
Αυτός ό άνθρωπος να λογίζεσαι ότι είναι του Θεού, πού από την πολλή του ευσπλαχνία νεκρώθηκε ως προς τις υλικές του ανάγκες. Διότι ό ελεών το φτωχό έχει το Θεό να φροντίζει για τις δικές του ανάγκες. Και αυτός πού στερείται για το Θεό, βρήκε θησαυρούς ακένωτους.
Ό Θεός δε χρειάζεται τίποτε. Ευφραίνεται όμως όταν δει κάποιον να αναπαύει την εικόνα του και να την τιμά για την αγάπη του. Όταν έλθει κάποιος και σου ζητήσει αυτό πού έχεις, μην πεις μέσα στην καρδιά σου ότι θα το κρατήσω αυτό για μένα, για να με αναπαύει και ότι ό Θεός θα ικανοποιήσει την ανάγκη του αδελφού με άλλο τρόπο. Γιατί αυτά τα λόγια τα λένε οι άδικοι, πού δε γνωρίζουν το Θεό. Ό δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος την τιμή πού του έκανε ό ενδεής αδελφός του δεν την μεταβιβάζει σε άλλον, ούτε την ευκαιρία της ελεημοσύνης θα επιτρέψει στον εαυτό του να τη χάσει. Ό φτωχός και ενδεής άνθρωπος λαμβάνει τα αναγκαία από το Θεό, διότι κανέναν δεν εγκαταλείπει ό Κύριος. Σύ όμως, πού θέλησες να αναπαύσεις τον εαυτό σου μάλλον παρά το φτωχό αδελφό σου, αποποιήθηκες την τιμή πού σου έκανε ό Θεός και απομάκρυνες τη χάρη του από σένα. Όταν λοιπόν δώσεις ελεημοσύνη, να ευφραίνεσαι και να πεις: Δόξα σοι ό Θεός, πού με αξίωσες να βρω κάποιον να αναπαύσω. Όταν όμως δεν έχεις τι να δώσεις, μάλλον να χαρείς και να πεις ευχαριστώντας το Θεό: Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, πού μου 'δωσες αυτή τη χάρη και την τιμή να γίνω φτωχός για το όνομα σου και πού με αξίωσες να γευθώ τη θλίψη της σωματικής αδυναμίας και της φτώχειας, πού όρισες στο στενό δρόμο των εντολών σου, όπως τη γεύθηκαν οι άγιοί σου, πού περπάτησαν αυτό το δρόμο. (23-4).

Η αγάπη είναι καρπός προσευχής
1. Ή αγάπη είναι καρπός της προσευχής. Ή αγάπη αρχίζει από τη θέα της (κατά την προσευχή) και οδηγεί το νου αχόρταγα στον πόθο της, όταν ό άνθρωπος κάνει υπομονή στην προσευχή χωρίς αμέλεια «ακηδία» οπότε μόνο προσεύχεται μέσα σε σιωπηλά ενθυμήματα της διάνοιας με θεϊκή πύρωση και θέρμη.
2. Η αγάπη του Θεού έρχεται μέσα μας από τη συνομιλία μαζί του. 

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου